- εξατονώ
- και ξατονώ (AM ἐξατονῶ, -έω) [ατονώ]νεοελλ.ξεκουράζομαιαρχ.-μσν.1. κουράζομαι, εξαντλούμαι2. εξασθενώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑξατόνῳ — ἑξάτονος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξατονώ — έω, Α χάνω τη ζωηρότητα μου μαζί με κάτι άλλο («τρόπον τινὰ τοῡ προσώπου τῇ ψυχῇ συνεξατονοῡντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξατονῶ «εξασθενίζω, εξαντλούμαι»] … Dictionary of Greek